- χάρτης
- χάρτηfem gen sg (attic epic ionic)χάρτηςpapyrusmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Χάρτης — papyrus masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρτης — Φύλλο χαρτιού επάνω στο οποίο αποτυπώνεται συνήθως σε σμίκρυνση η επιφάνεια της Γης ή ένα τμήμα της, η διαμόρφωση του εδάφους με λεπτομέρειες, οι θάλασσες και οι ωκεανοί, η ουράνια σφαίρα ή μια περιοχή αυτής. X. είναι επίσης το έγγραφο που… … Dictionary of Greek
χάρτης — ο 1. χαρτί. 2. η απεικόνιση χωρών, ηπείρων κ.ά. υπό κλίμακα: Μας έδειξε τις πόλεις της Ευρώπης στο χάρτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρτῆς — χαρτός causing delight fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεωλογικός χάρτης — Χάρτης που εικονίζει τη γεωλογική κατασκευή μερικών τμημάτων του στερεού φλοιού της Γης σε οριζόντια προβολή τους πάνω στον τοπογραφικό χάρτη που χρησιμοποιείται ως υπόβαθρο. Οι χάρτες αυτοί συντάσσονται ύστερα από λεπτομερείς γεωλογικές έρευνες… … Dictionary of Greek
Χάρτης του Ατλαντικού — Διακήρυξη των αρχών διεθνούς πολιτικής που συμφωνήθηκε (1941) στον κόλπο της Αρτζέντια (Νέα Γη) από τον Άγγλο πρωθυπουργό Τσώρτσιλ και τον Αμερικανό πρόεδρο Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ. Αυτή προετοίμασε την είσοδο στον πόλεμο των ΗΠΑ, θέτοντας τις… … Dictionary of Greek
δοκιμαστικός χάρτης — Λωρίδες από πορώδη χάρτη που έχουν βυθιστεί σε φυτικές χρωστικές ύλες και χρησιμοποιούνται ως δείκτες για την ανίχνευση της οξύτητας ή της αλκαλικότητας μιας χημικής ουσίας. Οι πιο συνηθισμένοι δ.χ. είναι ο ηλιοτροπικός, που έχει βυθιστεί σε… … Dictionary of Greek
νοητικός χάρτης — Νοητική εικόνα του περιβάλλοντος κόσμου την οποία διαμορφώνει σταδιακά ένας άνθρωπος ανάλογα με την εκπαίδευσή του, τις προσωπικές του εμπειρίες και τις αντιλήψεις της κοινωνικής ομάδας στην οποία ανήκει. Ο όρος αυτός συνδέεται με το εξαιρετικά… … Dictionary of Greek
Χάρται — Χάρτης papyrus masc nom/voc pl (doric) Χάρτᾱͅ , Χάρτης papyrus masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χαρτῶν — Χάρτης papyrus masc gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)